Η αορτή είναι το μεγαλύτερο αγγείο του σώματος το οποίο ξεκινά από την καρδιά περνά δια μέσου του θώρακος και της κοιλιάς και στο επίπεδο του ομφαλού χωρίζεται στις δύο λαγόνιες αρτηρίες. Το τμήμα της αορτής το οποίο ευρίσκεται στην κοιλιά ονομάζεται κοιλιακή αορτή και τροφοδοτεί με αίμα όλα τα όργανα της κοιλιάς και τα δύο κάτω άκρα. Φυσιολογικά η κοιλιακή αορτή έχει μέγεθος από 1,8εκ. – 2,2εκ. Σε ορισμένους ασθενείς τα τοιχώματα της κοιλιακής αορτής είναι πιο αδύναμα και λόγω της πίεσης του αίματος το αγγείο διογκώνεται όπως ένα μπαλόνι. Εάν η κοιλιακή αορτή υπερβεί τα 3εκ. τότε δημιουργείται το λεγόμενο ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τα ανευρύσματα είναι η ρήξη, η οποία εάν συμβεί, συνήθως οδηγεί σε ακαριαίο θάνατο λόγω κατακλυσμιαίας εσωτερικής αιμορραγίας. Μία λιγότερο συχνή επιπλοκή του ανευρύσματος είναι ο περιφερικός εμβολισμός. Στα περισσότερα ανευρύσματα υπάρχει σημαντική ποσότητα θρόμβου μέσα στο αγγείο. Σε ορισμένες περιπτώσεις ένα κομμάτι από το θρόμβο μπορεί να αποκολληθεί, να μεταφερθεί με την κυκλοφορία του αίματος και να αποφράξει ένα οποιοδήποτε κλάδο της αορτής ή των κάτω άκρων (περιφερικός εμβολισμός).

Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής προσβάλει συνήθως άνδρες, μεγαλύτερους των 60 ετών. Ευτυχώς, εάν διαγνωστεί έγκαιρα, (δηλαδή πριν από την ρήξη) η θεραπεία του είναι εύκολη και άκρως αποτελεσματική. Οι περισσότεροι ασθενείς δεν αισθάνονται κανένα απολύτως σύμπτωμα. Ορισμένοι ασθενείς μπορεί να αισθάνονται μία σφύζουσα μάζα στην κοιλιακή χώρα. Ξαφνικός πόνος στη κοιλιά ή στη μέση, ζαλάδα, λιποθυμία είναι συμπτώματα ρήξεως. Σε σπάνιες περιπτώσεις οι ασθενείς μπορούν να νιώσουν κοιλιακό πόνο ή πόνο στα κάτω άκρα λόγω εμβολισμού θρομβωτικού υλικού από το ανεύρυσμα.

Η αιτιολογία του ανευρύσματος είναι άγνωστη. Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η ηλικία > 60 ετών, ύπαρξη συγγενούς 1ου βαθμού με ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, η υπέρταση και το κάπνισμα.

Η διάγνωση του ανευρύσματος κοιλιακής αορτής γίνεται με triplex κοιλιακής αορτής ή αξονική τομογραφία κοιλίας. Κάθε άνθρωπος (ιδιαίτερα άνδρας) που υπερβαίνει το 60ο έτος της ηλικίας του πρέπει να ελέγχεται με triplex κοιλιακής αορτής (εάν έχει 1ου βαθμού συγγενή με ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής η εξέταση πρέπει να γίνει μετά το 50ο έτος). Σε ασθενείς που χρειάζονται αποκατάσταση του ανευρύσματος κοιλιακής αορτής η πιο λεπτομερή προεγχειρητική εξέταση είναι η αξονική αγγειογραφία κοιλιακής αορτής και λαγονίων. Σε ασθενείς που δεν μπορούν να υποβληθούν σε αξονική αγγειογραφία διενεργείται μαγνητική αγγειογραφία κοιλιακής αορτής και λαγονίων.

Ο κίνδυνος ρήξης του ανευρύσματος κοιλιακής αορτής είναι ανάλογος με τη διάμετρο του. Για ανευρύσματα κοιλιακής αορτής μικρότερα των 5εκ. το μόνο που απαιτείται συνήθως είναι περιοδικός έλεγχος με triplex (ή αξονική τομογραφία), έλεγχος αρτηριακής υπέρτασης και διακοπή του καπνίσματος.

Θεραπεία χρειάζεται όταν η διάμετρος γίνει μεγαλύτερη των 5εκ. , όταν υπάρξει μεγάλη αύξηση σε δύο διαδοχικές μετρήσεις ή όταν το ανεύρυσμα προκαλέσει συμπτώματα.

Υπάρχουν δύο μέθοδοι θεραπείας, η διαδερμική αναίμακτη (ενδαγγειακή) και η ανοικτή χειρουργική.


Αορτικό Ενδομόσχευμα
Αορτικό Ενδομόσχευμα
Αορτικό Ενδομόσχευμα
Αορτικό Ενδομόσχευμα

Στη διαδερμική αναίμακτη μέθοδο η αποκατάσταση του ανευρύσματος γίνεται από το εσωτερικό του αγγείου (για το λόγο αυτό ονομάζεται και ενδαγγειακή). Με τοπική αναισθησία ο αγγειοχειρουργός εισέρχεται στο αγγειακό σύστημα από τις μηριαίες αρτηρίες (αρτηρίες των ποδιών που ευρίσκονται λίγο κάτω από το δέρμα). Στη συνέχεια η αποκατάσταση του ανευρύσματος γίνεται εκπτύσσοντας ένα συνθετικό ενδομόσχευμα το οποίο στηρίζεται στο εσωτερικό των αγγείων με ειδικά διαμορφωμένα stents. Σε 1 ή 2 ημέρες ο ασθενής φεύγει από το νοσοκομείο και η ανάρρωση του είναι ταχύτατη και ανώδυνη.

Στην ανοικτή χειρουργική επέμβαση μετά από γενική νάρκωση και τομή σε όλο το μήκος της κοιλιάς αντικαθίσταται από τον αγγειοχειρουργό η αορτή με συνθετικό μόσχευμα. Μετά το χειρουργείο ο ασθενής οδηγείται στη μονάδα εντατικής θεραπείας για 1-2 ημέρες, και συνολικά παραμένει στο νοσοκομείο για 1 εβδομάδα περίπου. Για να αναρρώσει πλήρως απαιτούνται 2-3 μήνες.

Τα προτερήματα της αναίμακτης μεθόδου είναι προφανή: αποφυγή γενικής νάρκωσης, απουσία τομής, ελαττωμένες επιπλοκές, ελαττωμένη θνητότητα, άμεση έξοδο από το νοσοκομείο, γρήγορη ανάρρωση και πλήρη απουσία μετεγχειρητικού πόνου.

Η διαδερμική αναίμακτη (ενδαγγειακή) μέθοδος εφαρμόζεται στις περισσότερες, αλλά όχι σε όλες τις περιπτώσεις ανευρύσματος κοιλιακής αορτής.

Και στις δύο μεθόδους υπάρχουν σαφείς ενδείξεις και αντενδείξεις.


Διαδερμικό Ανεύρυσμα
Διαδερμικό Ανεύρυσμα
Διακλαδούμενο Αορτικό Ενδομόσχευμα
Διακλαδούμενο Αορτικό Ενδομόσχευμα

Τα αποτελέσματα της διαδερμικής αναίμακτης χειρουργικής είναι άριστα όταν:

α) εφαρμόζεται από έμπειρους αγγειοχειρουργούς σε ασθενείς στους οποίους ενδείκνυται να εφαρμοστεί η μέθοδος αυτή

β) διενεργείται σε υψηλής τεχνολογίας εξειδικευμένο χειρουργείο (ΥΒΡΙΔΙΚΟ), το οποίο συνδυάζει την ασφάλεια του χειρουργείου με την άριστη απεικόνιση των αγγείων που προσφέρει ο ψηφιακός αγγειογράφος

γ) χρησιμοποιούνται τελευταίας τεχνολογίας υλικά.

Οι ασθενείς που πάσχουν από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής πρέπει να απευθύνονται σε αγγειοχειρουργούς που έχουν εμπειρία τόσο στη διαδερμική αναίμακτη, όσο και στην ανοικτή χειρουργική μέθοδο έτσι ώστε να εφαρμόζουν για τον κάθε άρρωστο ξεχωριστά την πρέπουσα θεραπεία.