Το λεμφικό σύστημα αποτελείται από λεμφαγγεία και λεμφαδένες που διατρέχουν όλο το μήκος του σώματός. Ο ρόλος των λεμφαγγείων είναι να συλλέγουν ένα υγρό που αποτελείται από πρωτεΐνες, νερό, λίπη και απόβλητα των κυττάρων του σώματος, το οποίο ονομάζεται λέμφος. Τα λεμφαγγεία μεταφέρουν αυτό το υγρό στους λεμφαδένες. Οι λεμφαδένες φιλτράρουν τη λέμφο απομακρύνοντας τα κυτταρικά απόβλητα και τα ξένα σώματα και επιστρέφουν την «καθαρή» πλέον λέμφο στο αίμα. Εάν τα λεμφαγγεία ή οι λεμφαδένες είναι υποπλαστικά ή λείπουν ή καταστραφούν, η λέμφος δεν μπορεί να κυκλοφορήσει ελεύθερα εντός του λεμφικού συστήματος. Το αποτέλεσμα είναι να συσσωρεύεται στους μαλακούς ιστούς του σώματός προκαλώντας οίδημα, (λεμφοίδημα) στις πληγείσες περιοχές που συνήθως είναι τα χέρια ή τα πόδια.

Υπάρχουν δύο τύποι λεμφοιδήματος:

1. Το κληρονομικό,(πρωτοπαθές) όπου παρατηρείται εκ γενετής έλλειψη ορισμένων λεμφαγγείων και λεμφαδένων. Το οίδημα εμφανίζεται συνήθως κατά την εφηβεία και εντοπίζεται στον άκρο πόδα ή στη γαστροκνημία (γάμπα).

2. Το επίκτητο (δευτεροπαθές) το οποίο είναι αποτέλεσμα τραυματισμού του λεμφικού συστήματος και παρουσιάζεται πολύ πιο συχνά από το πρωτοπαθές.


Λεμφοίδημα Κάτω Άκρων
Λεμφοίδημα Κάτω Άκρων
Λεμφοίδημα Άνω Άκρων
Λεμφοίδημα Άνω Άκρων

Η πιο κοινή αιτία δευτεροπαθούς λεμφοιδήματος είναι η χειρουργική επέμβαση, και η θεραπεία με ακτινοβολίες για ορισμένα είδη καρκίνου όπως μαστού και όρχεων. Άλλα αίτια είναι χειρουργική επέμβαση στα αγγεία των άκρων, η λιποαναρρόφηση και τα εγκαύματα.

Τα συμπτώματα του δευτεροπαθούς λεμφοιδήματος μπορούν να εμφανιστούν έως και 15 χρόνια μετά τον τραυματισμό του λεμφικού συστήματος. Τα κυριότερα από αυτά είναι οίδημα (πρήξιμο), πόνος, αίσθημα βάρους, ελάττωση του εύρους κινήσεως του καρπού ή του αστραγάλου.

Τα οιδηματώδη άκρα είναι ευάλωτα στις λοιμώξεις. Ακόμη και ένας μικρός τραυματισμός στο δέρμα, όπως κόψιμο, εκδορά ή τσίμπημα εντόμου μπορεί να προκαλέσει σοβαρή λοίμωξη που ονομάζεται λεμφαγγειίτιδα. Η λεμφαγγειίτιδα προσβάλλει το συνδετικό ιστό κάτω από το δέρμα (υποδόριο). Επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις μπορούν να προκαλέσουν ίνωση του υποδόριου ιστού και επιδείνωση του οιδήματος.

Η διάγνωση του λεμφοιδήματος γίνεται συνήθως με το ιστορικό και την κλινική εξέταση. Triplex φλεβών, μαγνητική και αξονική τομογραφία απαιτούνται για τη διερεύνηση των αιτιών του λεμφοιδήματος και τον αποκλεισμό παθήσεων που μιμούνται το λεμφοίδημα.

Η θεραπεία του λεμφοιδήματος είναι συνήθως συντηρητική και περιλαμβάνει:

1. Λεμφικό μασάζ

2. Ελαστικές κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης

3. Χρήση εξωτερικών αντλιών διαβαθμισμένης συμπίεσης.

Χειρουργική αντιμετώπιση ενδείκνυται μόνο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις.

Δεν υπάρχει φαρμακευτική αγωγή για το λεμφοίδημα.

Οι ασθενείς με λεμφοίδημα πρέπει να εφαρμόζουν τακτικό καθαρισμό και στέγνωμα του άκρου και να χρησιμοποιούν μόνο ηλεκτρική ξυριστική μηχανή. Πρέπει να αποφεύγουν να περπατούν χωρίς παπούτσια, να κάθονται σταυροπόδι και να μεταφέρουν μεγάλο βάρος με το πάσχον άκρο. Τέλος δεν πρέπει να κάνουν ενέσεις ή να μετρούν την πίεση τους στο λεμφοιδηματικό άκρο.


Λεμφικό Μασάζ
Λεμφικό Μασάζ