Η αορτή είναι το μεγαλύτερο αγγείο του σώματος το οποίο ξεκινά από την καρδιά, περνά διαμέσου του θώρακος και της κοιλιάς και στο επίπεδο του ομφαλού χωρίζεται στις δύο λαγόνιες αρτηρίες.

Κάθε μία από τις λαγόνιες αρτηρίες καταλήγει στο πόδι όπου διαιρείται σε μικρότερες αρτηρίες και φτάνει έως τα δάχτυλα.

Λίγο μετά από την καρδιά, η αορτή, τροφοδοτεί με αίμα τα δύο άνω άκρα.

Φυσιολογικά το εσωτερικό των αρτηριών του ανθρώπου είναι ομαλό χωρίς στενώσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργείται η αθηρωματική πλάκα (αρτηριοσκλήρυνση), η οποία προοδευτικά αποφράσει τον αυλό των αρτηριών. Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση της αθηρωματικής νόσου είναι η ηλικία, η οικογενειακή προδιάθεση, η αυξημένη χοληστερίνη, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση, η παχυσαρκία και το κάπνισμα. Η αρτηριοσκλήρυνση μπορεί να προσβάλλει οποιοδήποτε αγγείο του σώματος.

Όταν οι αρτηρίες των κάτω άκρων προσβληθούν από αθηρωμάτωση, η ροή του αίματος ελαττώνεται και εμφανίζονται συμπτώματα ισχαιμίας των κάτω άκρων.

Αρχικά εμφανίζεται πόνος στη βάδιση, ο οποίος μπορεί να εντοπίζεται στους γλουτούς, τους μηρούς ή τις γάμπες και ο οποίος σταματά με την ανάπαυση. Με την επιδείνωση της νόσου ο πόνος ξεκινάει σε μικρότερη απόσταση μετά την έναρξη της βάδισης. Οι άνδρες μπορεί να εμφανίσουν διαταραχές στύσεως. Σε πολύ προχωρημένα στάδια της αποφρακτικής νόσου των αρτηριών ο ασθενής εμφανίζει πόνο το βράδυ όταν ξαπλώνει, πληγές των κάτω άκρων που δεν κλείνουν ή γάγγραινα.

Όταν προσβάλλονται οι αρτηρίες των άνω άκρων ελαττώνεται η ροή του αίματος και δημιουργείται ισχαιμία, η οποία εκδηλώνεται με πόνο στην άσκηση των άνω άκρων, πόνο κατά τη διάρκεια του ύπνου, πληγές που δεν επουλώνονται ή γάγγραινα.

Η διάγνωση της περιφερικής αρτηριοπάθειας γίνεται εύκολα και ανώδυνα με triplex κοιλιακής αορτής, λαγονίων και περιφερικών αρτηριών. Σε πολλές περιπτώσεις απαιτείται αξονική αγγειογραφία ή μαγνητική αγγειογραφία ή ψηφιακή αγγειογραφία .


Απόφραξη Αορτής και Λαγονίων
Απόφραξη Αορτής και Λαγονίων
Stent Αορτής και Λαγονίων
Stent Αορτής και Λαγονίων

Η θεραπεία της περιφερικής αρτηριοπάθειας εξαρτάται από τα συμπτώματα του ασθενούς και το βαθμό της στένωσης των αγγείων.

Πέραν της φαρμακευτικής αγωγής, η επεμβατική θεραπεία της περιφερικής αρτηριοπάθειας, όταν χρειάζεται, γίνεται με δύο μεθόδους. Η πρώτη είναι η διαδερμική αναίμακτη θεραπεία (αγγειοπλαστική και τοποθέτηση stent) και η δεύτερη, η ανοικτή χειρουργική επέμβαση.

Στη σύγχρονη αγγειοχειρουργική η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων περιφερικής αρτηριοπάθειας αντιμετωπίζεται με την αναίμακτη μέθοδο (αγγειοπλαστική και τοποθέτηση stent).

Στην αναίμακτη θεραπεία χρησιμοποιείται ΜΟΝΟ τοπική αναισθησία. Γίνεται παρακέντηση μιας περιφερικής αρτηρίας του ποδιού ή του χεριού και η αποκατάσταση της στένωσης γίνεται από το εσωτερικό του αγγείου. Στη μέθοδο αυτή ο αγγειοχειρουργός χρησιμοποιεί ένα εξειδικευμένο μπαλονάκι που ανοίγει το αγγείο στο σημείο της στένωσης. Στη συνέχεια τοποθετεί ένα εσωτερικό μεταλλικό νάρθηκα (stent) ή ενδομόσχευμα, έτσι ώστε να παραμείνει η αρτηρία ανοικτή. Σε ΜΙΑ ημέρα ο ασθενής φεύγει από το νοσοκομείο και η ανάρρωση του είναι ταχύτατη και ανώδυνη.

Στην ανοικτή επέμβαση, μετά από γενική αναισθησία (συνήθως) γίνεται τομή στη πάσχουσα περιοχή και δημιουργείται μία παράκαμψη της απόφραξης (bypass) με συνθετικό μόσχευμα ή φλέβα του ασθενούς. Σε γενικές γραμμές στη νόσο της κοιλιακής αορτής και των λαγονίων αρτηριών χρησιμοποιούμε πάντα συνθετικό μόσχευμα, ενώ στη νόσο των περιφερικών αρτηριών των άνω και κάτω άκρων χρησιμοποιούμε φλέβα από τον ίδιο τον ασθενή (όπου αυτό είναι εφικτό).

Η αναίμακτη θεραπεία εφαρμόζεται στη συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών.

Τα αποτελέσματά της είναι άριστα όταν:

α) εφαρμόζεται από αγγειοχειρουργούς με μεγάλη εμπειρία στις μεθόδους αυτές

β) διενεργείται σε υψηλής τεχνολογίας εξειδικευμένο χειρουργείο (ΥΒΡΙΔΙΚΟ), το οποίο συνδυάζει την ασφάλεια του χειρουργείου με την άριστη απεικόνιση των αγγείων που προσφέρει ο ψηφιακός αγγειογράφος

γ) χρησιμοποιούνται τελευταίας τεχνολογίας υλικά.

Οι ασθενείς που πάσχουν από περιφερική αρτηριοπάθεια πρέπει να απευθύνονται σε αγγειοχειρουργούς που έχουν εμπειρία τόσο στην διαδερμική αναίμακτη όσο και στην ανοικτή χειρουργική θεραπεία έτσι ώστε να εφαρμόζουν σε κάθε άρρωστο ξεχωριστά την πρέπουσα μορφή θεραπείας.